- ἐνυπτιάζω
- ἐνυπτιάζω,A throw back upon,
ἑαυτὸν τῇ γῇ Philostr.Im.2.16
; ἐ. τῇ σεμνότητι glorying in his pomposity, Id.VS1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑαυτὸν τῇ γῇ Philostr.Im.2.16
; ἐ. τῇ σεμνότητι glorying in his pomposity, Id.VS1.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενυπτιάζω — ἐνυπτιάζω (Α) 1. πλαγιάζω ανάσκελα κάτι ή κάποιον σε κάτι («ἐνυπτιάζων ἑαυτὸν τῆ γῆ», Φιλόστρ.) 2. υπερηφανεύομαι, επαίρομαι για κάτι … Dictionary of Greek
ἐνυπτιάζοντα — ἐνυπτιάζω throw back upon pres part act neut nom/voc/acc pl ἐνυπτιάζω throw back upon pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπτιάζων — ἐνυπτιάζω throw back upon pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)